- πάνδημα
- πάνδημοςthe whole body ofneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιρραψωδώ — ἐπιρραψῳδῶ, έω (Α) [ραψῳδώ] 1. ψέλνω κάτι συνεχώς ή στο τέλος ως ραψωδία («συνεχές ἐπιρραψῳδῶν τά πάνδημα έκεῑνα τοῡ Ἠσιόδου περὶ τῆς ἀρετῆς ἔπη», Λουκιαν.) 2. «ἐπιρραψωδῶ τινι» ψέλνω ραψωδία για κάτι ή κάποιον … Dictionary of Greek